- ρητορικός
- -ή, -ό / ῥητορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, -ορος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία(α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.)2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορικήσύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που εξελίχθηκε σε τέχνη από την αρχαιότητα, με σκοπό να προσελκύεται η προσοχή τού ακροατηρίου και να πείθεται ο ακροατής με τη μαεστρία τής επιχειρηματολογίας και με την ομορφιά τού ύφους και τής γλώσσας, αποδεχόμενος τις απόψεις τού ρήτορα3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ρητορικήτίτλος έργου τού Αριστοτέλουςνεοελλ.1. στομφώδης, επιδεικτικός2. φρ. α) «ρητορική τέχνη» — η ρητορικήβ) «εκκλησιαστική ρητορική»θεολ. ένα από τα μαθήματα τού πρακτικού κλάδου τής θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη θεωρία τού ομιλητικού ή κηρυκτικού έργου τής Εκκλησίας και κατά το οποίο εκτίθενται οι αρχές, οι κανόνες και η τεχνική, σύμφωνα με τα οποία πρέπει να γίνεται το θείο κήρυγμα.
Dictionary of Greek. 2013.